No information available.
[τὸ] βαλανεῖον βʹ ∙ καὶ γέφοιραι ∙ βʹ ∙ ἐ̣κ̣ [τῶν τῆς πόλεως (e.g.) προσόδων χρημάτων or πόρων]
IGBulg 4, 2083; 5, 5776; 5777; SEG 46, 866; 54, 648; 648.1; 648.2;
balaneion